manse$46772$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

manse$46772$ - translation to ελληνικό

CLERGY HOUSE
Son of the manse

manse      
n. οικία εφημερίου, πρεσβυτέριο

Ορισμός

manse
(manses)
In some Christian churches, a manse is the house provided for a clergyman to live in. (mainly BRIT)
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Manse

A manse () is a clergy house inhabited by, or formerly inhabited by, a minister, usually used in the context of Presbyterian, Methodist, Baptist and other Christian traditions.

Ultimately derived from the Latin mansus, "dwelling", from manere, "to remain", by the 16th century the term meant both a dwelling and, in ecclesiastical contexts, the amount of land needed to support a single family.

Many notable Scots have been called "sons (or daughters) of the manse", and the term is a recurring point of reference within Scottish media and culture. For example, former Prime Minister Gordon Brown was described as a "son of the manse" as he is the son of a Presbyterian minister.

When selling a former manse, the Church of Scotland always requires that the property should not be called "The Manse" by the new owners, but "The Old Manse" or some other acceptable variation. The intended result is that "The Manse" refers to a working building rather than simply applying as a name.